βελτιωτικός

βελτιωτικός
-ή, -ό (AM βελτιωτικός, -ή, -όν) [βελτιώ]
αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι καλύτερο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βελτιωτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην καλυτέρευση, στη βελτίωση: Σήμερα χρησιμοποιούνται πολλά βελτιωτικά τροφίμων, που στην πραγματικότητα είναι βλαβερά για την υγεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”